Ο κόρφος της Αφροδίτης



Εθώρεν την ο κόσμος ούλλος. Τα ζευκαρούθκια μες τες γωνιές τζιαι οι στρατιώτες με τη στολή, ως τζιαι τα σκαμπώ τζιαι τα τραπεζούθκια  τζιαι τα ποτήρκα με το κονιάκκιν εθωρούσαν την τζιείνην. Σαν να τζιαι πόψε εμαζευτήκαν ούλλοι τζιαι ούλλα για τούτον τον σκοπόν: να δουν την Ντίναν. Μιτσιά που ήταν ονειρεύτηκεν κάτι τέθκιον: να φορεί το καλόν της το φόρεμαν το κατάμαυρον τζιαι το καλόν της το κραγιόν  ολοκότσινον , να έσιει τα μαλλιά της να πέφτουν πας τον ώμον της τον δεξίν τζιαι τες βλεφαρίδες της γυρισμένες, μέσα σε τζιείνον τον κύκλον που κάμνει ο προβολέας πάνω στην σκηνήν τζιαι μπροστά της το μικρόφωνο.
Ένιωσεν τα μάθκια του να τζιυλούν πας το φτιν της,  να ρέσσουν που την βούκκαν της πας τα σιείλη της τζιαι που τζιαμαί στον λαιμόν της. Είδεν τον τρόπον που εποφύσησεν τζι’ εποταυρίστηκεν να ανάψει τσιάρον τζι’ εσυνειδητοποίησεν ότι ήταν δικός της. Εχαμογέλασεν της τζι’ εχαμογέλασεν του πίσω τζι’ εκοίταξεν αλλού να μεν ιβρεθούν τα μάθκια τους μα τα δικά της εβρεθήκαν με τζιείνα του μπάρμαν: άδε την σκρόφαν που χαριεντίζεται με τον ππουστοεγγλέζον!  
Αλλό’ ναν ποτόν ρε, βάρ’ του να πιει να κάμει κκελλέν! The night is still young φιλούιν μου, είπες το τζιαι μόνος σου. Η υπόσχεση εδώθηκεν τζιαι ας μεν ειπώθηκεν: πόψε εννα περάσεις καλά! Πόψε θα μυριστείς τον κόρφον της Αφροδίτης! Το πετσίν της έθελεν να ποτυλιχτεί που πάνω της, να φύει που ομπρός του μα τωρά ήταν ενωμένοι η Ντίνα με τον Μαρκ τζιαι μόνον τζιείνη είσιεν την εξουσίαν να κόψει την μισίναν που τους ένωννεν. 

Ο Εγγλέζος ένεψεν για τον λοαρκασμόν. Η ώρα εκόντεψεν, η καρκιά της εμεγάλωσεν τζι’ εγέμωσεν το κορμίν της ολόκληρον, ένωθεν τους παλμούς της πουκάτω που τα νύσια της. Εθώρεν κανένας; Ήταν μιλημένος ο σερβιτόρος, κανένας πελάτης; Εκάθετουν κανένας πόξω τζι’ επερίμενεν να φκουν; Μπροστά της το μικρόφωνον τζιαι πουκάτω ο κόσμος. Εν ιμπόρει να δει τον κόσμον γιατί φέγγει ο προβολέας που πίσω τους, μόνον τζιείνοι θωρούν την Ντίναν τζιαι περιμένουν, ζυάζουν την, προσδοκούν. 
Γιατί ορκίστηκεν; Για τον Κυριάκον; Γιατί είπεν της ότι ήρτεν η σειρά μας να λευτερωθούμεν; «Αυτοδιάθεση Ντίνα σημαίνει ότι η μοίρα μας μόνον στα σιέρκα μας μπορεί να ένι. Στα δικά σου τζιαι στα δικά μου, όι σε τζιείνα του υπουργού των Αποικιών!»  Η μοίρα μας! Μπορεί να μεν ήταν άλλος λόγος που τούτην την αφέλειαν του που την έπεισεν, να ενωθεί τζιαι τούτη, με όρκον ιερόν μάλιστα, με τούτους τους αθρώπους που θέλουν να κρατούν την μοίραν τους στα σιέρκα τους. Εν αλήθκεια, άμαν έδιννεν τα φρύθκια του ο Κυριάκος εθθύμιζεν της τον Κάρυ Γραντ, αλλά εν ήταν γι’ αυτόν που ορκίστηκεν. Εν ήταν γιατί έθελεν  να κάτσει δίπλα του μέσα σ’ έναν αυτοκίνητον ανοιχτόν, να φύει με εκατόν μίλια την ώραν τζιαι τζιείνος  να την θωρεί τζιείνην αντί τον δρόμον.
Εν τους άντεχεν πιον τους Εγγλέζους η Ντίνα, εβαρέθην τους η ψυσιή της, τον νόμον τζιαι την τάξην τους, εβαρέθην την σημαίαν τους τζιαι την βασίλισσαν τους, εβαρέθην τες στολές τους τζιαι τες μουσικές τους, εβαρέθην τα εγγλέζικα τους, την εγγλεζοσύνην τους τζιαι την αυτοκρατορίαν τους. Εν το είπεν καμμιάν φοράν στους συναγωνιστές της αλλά εν την επολλοέκοφτεν η Ένωση, έθελεν τους Εγγλέζους να φύουν τζιαι να μεν ιξαναπατήσουν. 

Ο Μαρκ έδωκεν της το σιέριν του να την βοηθήσει να σηκωστεί, άννοιεν της τζιαι τες πόρτες αλλά το αυτοκίνητον εν ήταν ανοιχτόν τζιαι τούτος ήταν ξανθός. Ούτε καν οδήγαν αφού ήταν αξιωματικός, είσιεν οδηγόν τον Ραλφ.
-Good evening Sir.
-Good evening Ralph.
-Same address Sir?
-Indeed Ralph.
«Να δούμεν πως εν να τελειώσει το ίβνινγκ σου Ραλφ. Γάρε. Τόσους μήνες έναν καλησπέρα έν εγύρισεν η γλώσσα σου να το πεις.»
Έκατσεν στο πίσω κάθισμαν μαζίν της. Άμαν εξεκίνησεν ο Ραλφ τζιαι απομακρυνθήκαν που το μπαρ έβαλεν το σιέριν του πας την ζάμπαν της τζι’ εμάσιετουν να σηκώσει σιγά-σιγά τη φούσταν της με τα δαχτύλια του. Ένιωσεν τα όπως τον πάγον πάνω της τζιαι επροτίμησεν να πιάσει το σιέριν του στο δικόν της παρά να τον αφήσει. Είπεν του να περιμένει τζι’ έσφιξεν το σιέριν του μες το δικόν της. Εκόντεψεν στο φτιν της να της πει πως επερίμενεν τζιαιρόν τωρά, αντέχει άλλο λλίον μα εν άντεξεν τζιαι εδάκκασεν της το λλίον τζιαι τζιείνη ήταν να φυρτεί. Ένιωθεν μμάθκια πάνω της. Των συναγωνιστών της, του παπά που την όρκισεν, της μάνας της.
Εφτάσασιν. Ο Ράλφ έσβησεν το αυτοκίνητον . Νύχτα. Ούτε σσύλλος ούτε ζίζιρος, ούτε αναπνοή. Έκλεισεν τα ματόφυλλα της. Πόρτα, άρβυλα στο τσιακκίλιν, πόρτα.
-Is something the matter dear?
Άνοιξεν τα μάθκια της. Ο Ραλφ εκράταν της της πόρταν να φκει, ο άλλος ακόμα εκράταν το σιέριν της τζιαι επερίμενεν να φκει πίσω της. Η λάμπα του στύλλου της ηλεχτρικής εμάσιετουν να κρούσει τζι’ ετρεμόπαιζεν. Έσφιξεν λλίον το σιέριν του μες το δικόν της. Τζιείνη ήταν η στιγμή που τον εσκότωσεν, τζιείνη ήταν η στιγμή που αθθυμάτουν ύστερα, η τρυφεράδα του αντίχειρα της στην ράσιην του σιερκού του.
-Im fine!
Έπιαεν το άλλον σιέριν, τζιείνον  του Ραλφ να φκει που το αυτοκίνητον τζιαι πίσω της τζιείνος.
-Shall I wait Sir?
-No Ralf, I’ll stay till morning, pick me up at 0530.
-Yes sir. Goodnight sir.
Έξερεν ότι το πρωϊν θα την έβρισκεν μες τα τμήματα στο Σαράι με τον προβολέαν μες τα μούτρα της τζιαι αντί μικρόφωνον ανακριτήν. Έξερεν ότι για να φύει που τούτην τη Αποικίαν του Στέμματος έπρεπεν να μπεί μες τον λάκκον με τα φίθκια. Έξερεν ότι θα της εντζίζασιν. Ετράβησεν τον πάνω της τζι’ εφίλησεν τον πριν να μπουν της πόρτας.  Άννοιξεν την πόρταν βιαστικά σαν να τον έθελεν τζι’ ετράβησεν τον μέσα, έκλεισεν την πόρταν τζι’ εξαναφίλησεν τον. Ένωσεν τον που ‘σκλέρηνεν τζι’ εμαλάθκιανεν τζι’ ετράβαν τον μαζίν της πίσω-πίσω προς το κρεβάτιν . Άμαν ένωσεν το πιστόλιν στην κόξαν του εκατάλαβεν τι έπρεπεν να κάμει. Με την γλώσσαν της μες το στόμαν του άννοιξεν του τον ζωστήραν τζιαι το παντελόνιν  του έπεσεν χαμαί μαζίν με το πιστόλιν. Εκούντησεν τον πας το κρεβάτιν τζι’ εφώναξεν.
  
Μπορεί να εβιάστηκεν νάκκον. Μπορεί να εβιάστηκεν να τον κοιτάξει μες τα μμάθκια για πρώτην φοράν τούτην την νύχταν γιατί έθελεν πρίν γινεί ότι ήταν να γινεί να κάμει τον πόθον του τρόμον. Εσηκώθηκεν  πάνω έτσι με τα παντελόνια του κατεβασμένα τζι’ εγύρισεν της τον πάτσον, εγονάτισεν την τζι’ εγονάτισεν τζιαι τζιείνος που την δύναμην πο’ βαλεν. Ώσπου να βάλει το σιέριν του στο πιστόλιν οι θκυό κουκουλοφόροι ήταν μες την κάμαρην. «Άεις το όπλον κάτω ρε!»  εφώναξεν του ο ένας  μα ο άλλος έπαιξεν τον.
-Ήντα εσιάσιαρες ρε; Έκαμα σε Τζων Γουέην γαμώ το κέρατον μου;!
-Να τον άφηννα να σε παίξει καλλύττερα;!
-Πώς να με παίξει ρε γάρε! Ακόμα το πιστόλιν του εκουμπωμένον μες την θήκην του! Τι να τον κάμουμεν τωρά σκωτομένον ρε; Ποιόν συναγωνιστήν εννα ζητήσεις να φκάλουν που την φυλακήν για να τους τον δώκεις;
Έκαμεν να φκάλει την κουκκούλαν, να της δώκει ή να απαιτήσει μιαν εξήγησην μα η Ντίνα εν τον άφηκεν.
-Σταμάτα! Φύετε ώσπου εν ώρα! Εν έσιει λόγον να ανακατωθεί κανένας άλλος εχτός που’ λλόου μου. Φύετε!
Εν είπαν λέξην. Εγυρίσαν τζι’ εφύαν που την πόρταν της κουζίνας όπως ήρτασιν μα στα πρώτα βήματα εκωλοσύρναν νάκκον τα πόθκια τους σάννα τζιαι ήταν τζιαι τα δικά τους τα παντελόνια κατεβασμένα.

Ο Εγγλέζος ακόμα επεθάνισκεν. Είσιεν μιαν τρύπαν πουκάτω που δεξίν του φτιν τζι’ εσυνέχιζεν να φκάλλει γαίμαν. Ώσπου να της περάσει το κλάμαν εσταμάτησεν τζιαι το γαίμαν τζιαι οι σπασμοί των δαχτυλιών του.
Ο προβολέας ήταν γυρισμένος πάνω της, το πλήθος ακόμα προσδοκούσε, αν όι την μαγείαν της φωνής της, αν όι  το σπάσιμον της μέσης ή την κίνησην των γοφών, επροσδοκούσεν τουλάχιστον λλίον γαίμαν.


4 σχόλια:

  1. ένας γέρος καθηγητής, Σκοτσέζος, μιου φίλου μου, επαντρέψαν τον με μια "Μαρούλλα" (αν θυμούμαι καλά), όταν ήταν αξιωματικός στην Κύπρο. Την οποία Μαρούλλα την είχε στρατολογήσει η ΕΟΚΑ για τούτο το σκοπό - για συλλογή πληροφοριών. Εν τω μεταξύ τούτος είχεν φύει για λλίο πριν το τέλος την αποικιοκρατίας και όταν ήρτεν πίσω (όταν ήλθεν η Ανεξαρτησία), Μαρούλλα εγύρευκεν τζιαι Μαρούλλα δεν έβρισκε - έψαχνε για πολλήν τζιαιρό, επήαιννεν τζιαι έρκετουν. Ώσπου μιαν ημέρα κάποιος του το είπε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Γειά σου Ορέστη τζι' ευχαριστώ για το πρώτο σχόλιο!
      Πολλά ενδιαφέρουσα η κουβέντα τούτη, έχουμεν τίποτε παραπάνω πληροφορίες να το ψάξουμεν;
      Η ιστορία της Ντίνας εν βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα. Εθέλησεν το '56 η ΕΟΚΑ να απαγάγει Εγγλέζους στρατιωτικούς για να τους ανταλλάξει με κρατούμενους αγωνιστές...

      http://britains-smallwars.com/cyprus/Most%20wanted/most%20wanted%20files/EOKA_Members_List_h.html

      Διαγραφή
  2. Τώρα είδα την ιστορία. Όταν ήρθα για πρώτη φορά είχα διαβάσει μόνο το προφίλ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Μαλάκαααα. Πολλά καλό, τζαι σκλερο. Εζηλεψα τωρα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή