Γαίματα.



Έβαλεν έναν παντελόνιν τζι’ έναν πουκάμισον φρέσκον που το αρμάριν, τα εχτεσινά του εννα τα ‘βαλεν η μάνα του να πλύννει. Καλά έκαμεν, ήταν σιειμώνας τωρά τζιαι έν επολλόδρωννεν αλλά πάλε άμαν περάσουν τέσσερεις-πέντε μέρες έπρεπεν να τα’ αλλάσσει. Έξερεν ότι έρκουνταν καλλύττερες μέρες, ή μάλλον ότι ήρταν πιλέ. Εκατέβην την σκάλαν τζι’ έφκην έξω στο μπάνιον να ξιουριστεί τζιαι εσκέφτετουν το πρώτον κουστούμιν που θα έραφκεν, σε ποιόν ράφτην να επήεννεν άραγε;

Στην κουζίναν ήταν βραστικά, είσιεν σόπαν αναμμένην τζιαι η μάνα του έβραζεν κουτσιά για το μεσομέριν. Το ρολόιν πας τον τοίχον έδειχνεν έντεκα τζιαι δέκα.

-Ήντα ώραν ήρτες εψες;
-Άμανα  εν τζι’είμαι κοπελλούιν. Ήρτα άμαν εποσπάστηκα που τες δουλειές μου.
-Ε, εποσπάστηκες που τες δουλειές σου ούλλα καλά;
-Ούλλα καλά Μανά, εποσπάστηκα. Εννα βάλεις πάνω κανέναν καφέν να πιούμεν;

Έβαλεν η Μάνα τον καφέν πάνω τζιαι ερώτησεν τον αν θέλει τίποτε να φάει οξά εννα καρτερά ως το μεσομέριν να φάει κουτσιά.

-Εν να φύω ως το μεσομέριν Μανά, φέρ’ τζιείν το πόλυπιφ που έφερα εχτές τζιαι καμμιάν ελιάν να μπουκώσω, εννα φάω κουτσιά το δείλις που εννα στραφώ.

Έκοψεν του θκυό φέττες ψωμί τζιαι έφερεν του έναν πιατούιν ελιές μαύρες τζιαι το πόλυπιφ. Έπιαεν να το ανοίξει σαν εμάσιετουν τζιείνη να γείρει τον καφέν. Εμουσκομύρισεν η κουζίνα.

-Ήντα δουλειές σε βάλλει ο μάστρος σου ούλη νύχτα γιε μου; Είπες μου πως τωρά που τελειώννει ο Αγώνας εννά βάλλεις γραβάταν τζιαι να πααίννεις δουλειάν κάθε πρωϊν. Πάλαι να σε καρτερώ τες νύχτες με το φόον;
-Το πόστο μου εν καίριο Μάνα. Έχω ευθύνες πολλές.  Έσιει δουλειές που πρέπει να γίνουνται νύχτα γιατί οι εχθροί έν εξιλειφτήκαν . Ο Αγώνας ετέλειωσεν πας’ τα χαρκιά μόνον, ακόμα έχουμεν πολλούς αγώνες να κάμουμεν.

Έκατσεν απέναντι του τζιαι εθώρεν τον καλά-καλά σαν να εγύρευκεν κάτι πάνω του.

-Εχτύπησες πούποτε γιε μου; Εσυνέβην τίποτε εψές;
-Ίνταμπου σ’ έπιαεν Μανά, που να χτυπήσω;

Η μάνα επήεν τζι’ έφερεν το πουκάμισον του που εφόρεν την προηγούμενη νύχταν. Ήταν έναν ανοιχτόν μπλέ, εφαίνετουν παραπάνω που θκυό ημέρες άπλυτον τζιαι παραπάνω που θκυό χρόνια φορημένον, εν ήταν το καλόν του. Στην μιαν πλευράν, αριστερά πουκάτω που την μασχάλην είσιεν μιαν τεράστιαν τάτσαν κοτσινο-καφέ. Ακόμα εν είσιεν ξεράνει τέλεια.

-Εν γαίματα τούτα γιέ μου! Γαίματα!

Εν εμπορούσεν να την ιφκάλει ψεύτραν, εξανάδεν η μάνα του τάτσες που γαίματα. Εφαίνετουν μάλιστα ότι έν ήταν δικόν του γαίμαν, ήταν γαίμαν άλλου που εφούσκωσεν το τρικόν που την πόξω μερκάν τζιαι έτσι ετράβησεν το πουκάμισον την τάτσαν, εφαίνετουν τόπους-τόπους το πλεχτόν του τρικού σταμπαρισμένον πας το λινόν του πουκαμίσου. Το τρικόν επέταξεν το εχτές μες τον λάκκον μα ούτε που επήρεν είδησην ότι ετάτσωσεν τζιαι το πουκάμισον πουκάτω, όπως ήρτεν έσσω μες τα σκοτεινά έφκαλεν το τζι’ έσυρεν το πας την καρέκλαν πριν να πέσει να τζιοιμηθεί.

Ενόμιζεν πως εν έκλεισεν μάτιν ούλλη νύχτα μα έτην απόδειξην για το αντίθετον: έμπην η μάνα του μες την κάμαρην τζι’ εσύναξεν τα ρούχα του να τα πλύνει τζιαι τζιείνος δεν εχαπάρισεν. Όποτε έκλειεν τα μάθκια του εθώρεν την ίδιαν σκηνήν, σαν να ‘ταν ταινία, ήταν τζιαι μαυρόασπρη: τον Σωτήρην  να σκάφτει τζιαι να μεν δικλά πάνω, σαν να δούλευκεν για το μεροκάματον του. Ύστερα ενόμιζεν πως ήταν τζιαι τζιείνος μες τον λάκκον μαζίν του τζιαι εγεμώνναν τα ρουθούνια του χώματα τζι’ εξιππάζετουν τζι’ εξύπναν.

 Έτσι έσκαφτεν τζιαι τζιέινην την ημέραν που ήβραν τες  κούζες. Έσκαφτεν ο Σωτήρης όπως την μηχανήν, (έτσι δουλευτήν εν είχαν ξαναδεί οι άλλοι θκυό) ώσπου ακούσαν έναν κραχ τζιαι ο Σωτήρης έπεσεν μες σε μιαν σπηλιάν  υπόγειαν. Ευτυχώς εν έπαθεν τίποτε γιατί η σπηλιά εν ήταν πολλά μεγάλη, ίσια-ίσια όσον θα εσκάφταν τζιαι τζιείνοι για να κάμουν την δουλειάν τους, να κάμουν μιαν κρυψώναν για τον οπλισμόν του τομέα τους. Τότε ήταν που είδαν τες τρεις κούζες. Οι θκυό εσπάσαν επειδή ο Σωτήρης έπεσεν πάνω τους τζι’ εφάνην το περιεχόμενον τους. Ένας θησαυρός σαν τζιείνους που ακούαν μιτσιοί στα παραμύθκια των παππούων τους!
Τα παραπάνω ήταν νομίσματα παλιά αγιωμένα πράσινα ή μαύρα μα είσιεν τζιαι χρυσά, κάτι μεγάλα  τζιαι φτανά, ήταν ούλλα πιο φτανά που τα σημερινά, με κύκλους ομόκεντρους τυπωμένους πάνω τζιαι μιαν γραφήν παράξενην, εφάνην τους αράπικα ή κάτι τέθκιον.

-Εκάμαμεν την κοπέλια!
-Εν εκάμαμεν τίποτε ρε Γληόρη! Κάτσε τζιαμαί που είσαι τζι’ έσιε τον νουν σου μεν έρτει κανένας τζιαι δει μας.
-Ήνταμπου θέλεις να πεις ρε Σωτήρη; Εν μια περιουσία τούτη! Μα ήντα μπου λαλώ εν πολλά παραπάνω που μιαν περιουσίαν, εννα  ‘σιει καμμιάν πενηνταρκάν πο’ τούντα  χρυσά τα νομίσματα τζιαι ακόμα την τρίτην κούζαν εν τη εσπάσαμεν!
-Τζιαι τι λοαρκάζεις να κάμεις ρε Γληόρη, να τα πάρεις έσσω;
-Εσύ ήνταμπου λαλείς να τα κάμουμεν δηλαδή;
-Εν ιξέρω. Εγώ ξέρω ότι ήρταμεν δαμαί να κάμουμεν μια κρυψώναν για τον οπλισμόν μας, τούτη ήταν η διαταγή.
-Δηλαδή να τα ξαναθάψουμεν ρε Σωτήρη; Μα επέλλανες;

Έν έπαιρνεν κανέναν που τους θκυό να αντιμιλήσει του Σωτήρη.

-Εν καλά που λαλεί ο Σωτήρης. Θα τα ξαναθάψουμεν τζιαι θα σημαθκιάσουμεν το σημείον πάνω σε χάρτην. Εγώ εννα αναφέρω στην ηγεσίαν τι ήβραμεν τζιαι θα κάμουν τζιείνοι ότι νομίζουν.

Εφάαν σχεδόν ούλλη την ημέραν να ξανακλείσουν το στόμιον της σπηλιάς τζιαι να το καμουφλάρουν. Εκράταν ο ένας σκοπιάν μεν τους δει κανένας χωρκανός για καμμιά περίπολος. Ευτυχώς κάτι ελιές που ήταν τζιαμαί κοντά ήταν λουβημένες τζιαι εν είσιεν άλλον λόγον κανένας χωρκανός να έρτει δαπάνω μες τον σιειμώναν. Ύστερα επήαν σε άλλην τοποθεσίαν, θκυό-τρία μίλια που τζιαμαί να κάμουν την δουλειάν που εδιαταχτήκαν. Κουβένταν εν εξανακάμαν για  τες κούζες.
Μια-θκυό φορές που επροσπάθησεν να τεστάρει τζιαι έτσι ξόφαλτσα να φέρει την κουβένταν του Σωτήρη για τες κούζες, άλλασσεν του κουβένταν. Ο Γληόρης το ίδιον. Εξέραν να κρατούν μυστικά τζιαι εξέραν ότι τα μυστικά επιάνναν τζιαι τον Μάστρον τους.  Ώσπου αθθυμηθήκαν άλλοι τζιαι επέψαν τους να τες εύρουν…
Ήταν λλίον μετά που εσκοτώθην ο Μάτσης. Εφάνηκεν ότι ο Αγώνας ετέλειωννεν τζιαι η διαταγή ήρτεν: τα ευρήματα να περισυλλεχθούν και να παραδοθούν στον Τομεάρχη. Επήεν με τον Σωτήρην τζιαι τον Γληόρην να ξιθάψουν τες κούζες τζιαι εν ήβραν τίποτε. Ρε έν ήταν δαμαί ήταν πιο τζιεί, όι ρε ήταν πιο δα, πουπάνω που την ελιάν, δεξιά της ελιάς… τίποτε

-Ήνταμπου κάμνουμεν τωρά Μάστρε;

Έμεινεν τζι’ εθώρεν τους, μιαν τους θκυό τους καταδρωμένους να κουμπούν πας τα φτζιάρκα τους, μιαν τους λούκκους που εφκάλαν τόσες ώρες τζι’ εν είσιεν τίποτε να πει, τίποτε. Έφτυσεν το φλέγμαν που εμαζέφτην μες τον λαιμόν του που τον κόπον τζιαι ίσια που έφκαιννεν η φωνή του άμαν τους είπεν πως εννα το αναφέρει στον Τομεάρχην τζιαι θωρούμεν.
Μες τον μήναν ήρταν οι Συμφωνίες, είπαν τους να παραδώσουν τα όπλα. Εχτές εφώναξεν τους τζιαι τους θκυό.

-Θα πάμεν πόψε να σκάψουμεν πάλαι κοπέλλια.
-Εν θα τα έβρουμεν Μάστρε, κάποιοι άλλοι πρέπει να εδώκαν πάνω τους τζι’ εσυνάξαν τα.
-Εν θα σκάψουμεν για τες κούζες Σωτήρη, θα κάμουμεν νέαν κρυψώναν για οπλισμόν. Ο Αρχηγός εδιάταξεν να μεν παραδώσουμεν ούλλα τα όπλα. Αύριον επήραν οι ππουστοεγγλέζοι τον λόον τους πίσω, για οι Τούρτζιοι αρκέφκουν πάλαι φασαρίες, ήνταμπον να κάμουμεν εμείς;
-Ήβρες τοποθεσίαν Μάστρε;
-Ήβρα. Να είσαστεν τα μεσάνυχτα στο σημείον συνάντησης που έχουμεν να σας πάρω εγώ με το αυτοκίνητον.

Το φεγγάριν ούτε δεκαπέντε ημερινών έν ήταν τζιαι ευτυχώς ούτε νερά είσιεν. Ίσια-ίσια να μπορεί το αυτοκίνητον να πααίννει δίχα φώτα. Είσιεν πεύκα. Πρώτα λλία μα ύστερα επολλύνασιν τζιαι έριξεν ταχύτηταν να θωρεί που πάει.

-Ανεξαρτησία ιμίς! «Να του κοπεί η χειρ…» είπεν μας ο Μακάριος στη Φανερωμένην, ήμουν τζιαμαί!
-Έτσι εν η πολιτική ρε παιθκιά. Ο Μακάριος ξέρει ήνταμπου κάμνει.
-Τζι’ ο Μάτσης έξερεν…
-Έννεν το ίδιον… Άμαν κάθεσαι πας το τραπέζιν με την Αγγλίαν, την Ελλάδαν, την Τουρκίαν, τζιαι έσιεις τζιαι τους Αμερικάνους πουπάνω που τη κκελλέν σου εν ιμπόρεις να κάμνεις ότι σου καπνίσει. Ζυάζεις τα πράματα, ελίσσεσαι, τζιυνυάς το καλλύττερον δυνατόν.
-Ήντα ξέρω ρε παιθκιά εμέναν φαίνεται μου νάκκον πικρή τούτη η νίκη…

Εσταμάτησεν έναν τόπον τζιαι επκιάαν οι θκυό τους τσάππες, τζιείνος έπκιαεν το φτζιάριν. Εν τους επήρεν πολλήν ώραν να αννοίξουν τον λάκκον. Εσταμάτησεν έναν λεπτό τζι’ εθώρεν τον Σωτήρην να σκάφτει όπως πάντα σαν την μηχανήν.  Εννα ήταν αλόπως κανένας λαός για αλουπός που έκαμεν φασαρίαν μες τους θάμνους τζιαι έκαμεν τον Σωτήρην να γυρίσει αριστερά του. Όπως του εγύρισεν  το φτζιάριν έκοψεν τον πας στην κίνησην τζιαι εχτύπησεν του πας τον τσάρουκκαν. Πρέπει να του έκοψεν την καρωτίδαν γιατί όπως  έππεσεν χαμαί το γαίμαν επίταν όπως το συντριβάνι τζι’εξιμάρισεν το τρικόν του πουκάτω που την αριστερήν μασκάλην. Έπρεπεν να του εφάκκαν με το φαρδύν μέρος του φκιαρκού, όι με την κόψην. Να φυρτεί τζιαι ύστερα εποτελειώναν τον. Εκούντησεν με το πόιν του τον σκωτομένον μες τον λάκκον. Έντζισεν πας το τρικόν τζιαι ένωσεν το γαίμαν, έφκαλεν το τζιαι εσκούπισεν τζιαι τα σιέρκα του με τζιείνον πριν το σύρει μες τον λάκκον.  Έν είδεν ότι εξιμάρισεν τζιαι το πουκάμισον πουκάτω.

-Έσπασεν η μούττη του Σωτήρη πάλαι Μανά, ξέρεις τον πως έσιει πίεσην τζιαι σπάζει η μούττη του συχνά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου